- περιενδύω
- Νντύνω γύρω γύρω με επικάλυμμα, καλύπτω απ' όλες τις πλευρές.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ενδύω «ντύνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιένδυμα — το, Ν αυτό που περιενδύει, που καλύπτει ολόγυρα κάτι («περιένδυμα νωτιαίου μυελού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιενδύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
περιένδυση — η, Ν [περιενδύω] η περικάλυψη, το να είναι κάτι τυλιγμένο ολόγυρα με ένα υλικό … Dictionary of Greek
περιλωπίζω — Α καλύπτω ολόγυρα με λώπη*, περιενδύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λωπίζω / < λώπη «ιμάτιο»] … Dictionary of Greek